ἐπίσπαστον

ἐπίσπαστον
ἐπισπαστός
drawn upon oneself
masc acc sg
ἐπισπαστός
drawn upon oneself
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπισπαστόν — ἐπισπαστός drawn upon oneself masc acc sg ἐπισπαστός drawn upon oneself neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίσπαστος — ἐπίσπαστος, ον και ός, ή, όν (Α) [επισπώ) αυτός που προκλήθηκε σε κάποιον από δική του υπαιτιότητα («ἡ τάχα Ἶρος Ἄιρος ἐπίσπαστον κακὸν ἕξει», Ομ. Οδ.) 2. θηλειά γερά τραβηγμένη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”